- ανάβαλτος
- και -αρτος, οαυτός τον οποίο δεν πρέπει να αναφέρει κανείς, να τόν βάλει στο στόμα του, δαίμονας, διάβολος.[ΕΤΥΜΟΛ. < *αναβαλτός < αναβάλλω. Το αρκτικό α- πήρε τη στερητική σημασία με τον αναβιβασμό τού τόνου].
Dictionary of Greek. 2013.